- λουρίδα
- bande
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λουρίδα — λουρίδα, η και λωρίδα, η στενόμακρη ταινία χαρτιού, υφάσματος κτλ.: Έκοψε τη ζύμη σε λωρίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουρίδα — και λωρίδα, η 1. στενή ταινία από δέρμα, ύφασμα ή χαρτί 2. στενό και επίμηκες τμήμα μιας επιφάνειας (α. «ο δρόμος έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας» β. «πήρε κληρονομιά μια λουρίδα γής»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουρίδα < λωρίδα (με κώφωση τού ω σε ου )… … Dictionary of Greek
λουριδιάζω — [λουρίδα] σχίζω κάτι σε μικρές λουρίδες … Dictionary of Greek
Σιαμαίοι αδελφοί — Δίδυμοι αδελφοί, (Τσανγκ Ενγκ) που τα σώματά τους συνδέονταν με μια σάρκινη λουρίδα από το στήθος. Γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη το 1811, από Κινέζους γονείς. Η λουρίδα που τους ένωνε είχε μήκος 0,055 μ. περίπου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και… … Dictionary of Greek
σφενδόνα — Λέγεται και σφενδόνη. Όργανο με το οποίο εκσφενδονίζονται πέτρες. Αποτελείται από μακριά λουρίδα, συνήθως δερμάτινη, η οποία φέρει στο μέσο της πλατύ θύλακο, όπου τοποθετείται η πέτρα. Ο σφενδονιστής (αρχ. σφενδονήτης), αφού πρώτα βάλει την πέτρα … Dictionary of Greek
αποσυρτός — ή, ό 1. αυτός που αποσπάται από κάτι 2. ο απομονωμένος 3. το θηλ. ως ουσ. η αποσυρτή λουρίδα δέρματος με λίπος από τη ράχη σφαγμένου χοίρου … Dictionary of Greek
αυλακιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 28 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος. * * * η 1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι 2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά… … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
βάρδουλο — το λουρίδα δέρματος γύρω στο πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζινίχιον — ζινίχιον, το (Α) (στο λεξ. Σούδα) λουρί υποδήματος, δερμάτινη λουρίδα … Dictionary of Greek
ζυγολούρι — και ζυγόλουρο, το (Μ ζυγόλωρον) το ζυγόδεσμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + λουρί (< λώρος «λουρίδα»)] … Dictionary of Greek